ανομιμοποίητος

ανομιμοποίητος
-η, -ο
ο μη αναγνωρισμένος, μη επικυρωμένος από τον νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον συγγραφέα και πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ανομιμοποίητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει νομιμοποιηθεί, νόμιμα αναγνωριστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”